Φούστανη. Ο αρχαίος Εύρωπος. Ένα από τα χωριά που πρωτοίδρυσαν οι Άλμωπες, όταν εγκαταστάθηκαν πριν χιλιάδες χρόνια σε τούτη την ακριτική γη. Χτισμένη εκεί που σμίγει το Πάικο με την οροσειρά του Βόρα, ονομαστή για τη φυσική της ομορφιά με το γραφικό ποτάμι που τη διασχίζει και ι τους αιωνόβιους πλάτανους. Οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της περιοχής για πολλά χρόνια, με ξακουστές καλλιέργειες και δυναμικό εμπόριο.
Το όνομα Φούστανη είναι παλαιότατο και μ’ αυτό ονομαζόταν το χωριό κατά την Τουρκοκρατία. Πρόκειται για παραφθορά της ονομασίας Χόστιανη και συναντάται σε βυζαντινά έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία, το χωριό καθώς και η γύρω περιοχή δόθηκαν ως προνόμιο στον Λέοντα Κεφαλά το 1086 ως ανταμοιβή για τη δραστηριότητα που έδειξε στην πολιορκία της Λάρισας εναντίον των Νορμανδών και κατόπιν, το 1115, παραχωρήθηκε από το γιό του Νικηφόρο στη Μονή Μεγίστης Λαύρας.
Οι κάτοικοί της, άνθρωποι του μόχθου, γεωργοί και κτηνοτρόφοι στην πλειοψηφία,ήσαν εξισλαμισμένοι Βλαχομογλενίτες και χριστιανοί εξαρτημένοι καλλιεργητές στο τσιφλίκι. Μετά την ανταλλαγή, το 1922 ο πληθυσμός άλλαξε ριζικά.
Χιλιόμετρα μακριά από τη Φούστανη υπήρχε ένα πανέμορφο χωριό χτισμένο αμφιθεατρικά στην πλαγιά λόφου, στην κορυφή του οποίου υπήρχαν ερείπια παλιού κάστρου μεταξύ της Προύσας και του χωριού Ελιγμοί (Κουρσουνλού) κοντά στα Μουδανιά. Η θέα ήταν μοναδική! Οι κάτοικοι αγνάντευαν τη θάλασσα κι αν τη λαχταρούσαν ήταν μόλις μισή ώρα με τα πόδια. Λεγόταν Παλαδάρι και η ιστορία του ανάγεται στα αρχαία χρόνια. Οι περίπου 3000 κάτοικοί του ήταν Ελληνορθόδοξοι κι ανάμεσά τους ήταν πολλοί Μανιάτες.
Η βασική παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η σηροτροφία και δευτερευόντως η ελαιουργία και η αμπελουργία. Τα προϊόντα της κωμόπολης μεταφέρονταν συνήθως στην Κωνσταντινούπολη μέσω των λιμανιών των Ελιγμών και των Μουδανιών. Τα κουκούλια τα πουλούσαν στην Προύσα, όπου και υπήρχαν εργοστάσιαεπεξεργασίας μεταξιού. Κάθε Κυριακή στο Παλλαδάρι γινόταν παζάρι στο οποίο συγκεντρώνονταν προς πώληση προϊόντα από τα γύρω χωριά (κυρίως μουσουλμανικά χωριά), όπως φρούτα, γαλακτοκομικά, ξυλεία, ακόμα και ζώα και άλλα είδη.
Οι βασικές εμπορικές συναλλαγές του οικισμού διεξάγονταν με την Προύσα (τρόφιμα, υφάσματα κ.λπ.) και τα Μουδανιά, από όπου οι κάτοικοι αγόραζαν πετρέλαιο και αλάτι. Ο γυναικείος πληθυσμός της κωμόπολης, περίπου 200 με 300 άτομα, εργάζονταν στην πλειονότητά τους στα μεταξουργεία της Προύσας και των Μουδανιών. Εξήγαν ελιές, λάδι και σταφύλια. Τα ροζακιά σταφύλια του Παλλαδαρίου ήταν ξακουστά και πωλούνταν στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρωσία.
Οι Παλλαδαρινοί διακρίνονταν πάντα για την ανδρεία τους, την εργατικότητά τους και την αφοσίωση στην οικογένεια. Ήταν όλοι εύσωμοι και ρωμαλέοι, μόνοι τους απέκρουαν τις συχνέςεπιθέσεις των Τσετών, στήνοντας χαρακώματα γύρω από το χωριό. Ένας Αμερικανός ιερωμένος το 1836, πραγματοποιώντας επίσκεψη στο χωριό, εντυπωσιάστηκε από τον αναλογικά μεγάλο αριθμό εγγραμμάτων και σημείωσε ότι οι Παλλαδαρινοί έχουν μια ασυνήθιστη δίψα για μάθηση. Πάνω από όλα όμως διακρίνονταν για την ευσέβειά τους και την πίστη τους το Θεό. Η κωμόπολη υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Προύσας.
Το Παλλαδάρι είχε τρεις εκκλησίες:
1. Των Ταξιαρχών,
2. Της Παναγίας και
3. Αγίας Τριάδας
Η εκκλησία των Ταξιαρχών (Άη-Στράτηγος), με χρονολογία ανέγερσης 535 μ.Χ
ήταν τρίκλιτη βασιλική αφιερωμένη στους Άγιους Αρχαγγέ-
λους, Άγιο Συμεών και Άγιο Χαράλαμπο. Εικάζεται ότι αφιερώθηκε στον Ταξιάρχη από τους εκ Πελοποννήσου Παλλαδαρινούς καθώς στη Μάνη και στην Κυνουρία υπήρχα πολλές εκκλησίες του Ταξιάρχη.
Είχε παρεκκλήσι της Ελεούσης
Το τέμπλο, ο άμβωνας, το δεσποτικό και το παγκάρι ήταν ξυλόγλυπτα θαυμάσιας τέ-
χνης. Στη δεξιά πλευρά υπήρχε μαρμαρόγλυπτο μανουάλι, αρίστης τέχνης με παρα-
στάσεις από τα πάθη του Χριστού στον κορμό του.
Την αγιογραφία των εικόνων την έκανε ένας αγιογράφος ονομαζόμενος Παπαζωσιμάς.
Ο Ταξιάρχης ήταν κτισμένος δυτικά-βορειοδυτικά του χωριού, στους πρόποδες του
γραφικότατου λόφου, έξω από το χωριό στον πάνω μαχαλά, με θέα τον Όλυμπο, την
Προύσα, τα χωριά του κάμπου, τα ποτάμια και τη λίμνη της Αρτυνίας (Απολλωνιάδος).
Δεν είχε καμπαναριό αλλά σημαντριό. Πιο κάτω από την εκκλησία υπήρχε βρύση που πίστευαν ότι ήταν αγίασμα του Ταξιάρχη.
Η Παναγία (Θεοτόκος), ήταν κτισμένη βόρεια-βορειοανατολικά και δεξιά του λόφου
και ήταν πιο κοντά στο χωριό. Ήταν
και αυτή βασιλική, πέτρινη, μεγαλύτερη από τους Ταξιάρχες με αυλόγυρο και αναστη-
λώθηκε με δωρεά του Κωνσταντίνου Ιβάνωφ. Από την αριστερή της πλευρά
έβλεπε κανείς την Προποντίδα με όλα τα διάσπαρ-
τα χωριά της, τα νοικοκυρεμένα αγροκτήματα, τον Κιανό κόλπο, ένα χάρμα οφθαλμών.
Στην αυλή υπήρχε τάφος ή
κενοτάφιο του μεγάλου δωρητή Κ. Ιβάνωφ, μαρμάρινη προτομή του και ωραιότατο
μαρμάρινο ηλιακό ρολόι του δωρητή Χατζή Δημήτρη Σάββογλου ή Σαββόγλου.
Η Αγία Τριάδα ήταν νέα και ωραία εκκλησία. Ξεκίνησε να χτίζεται το 1913, από τον
αρχιτέκτονα Φώτιο Αποστολίδη σε ρυθμό αναγεννήσεως. Είχε σκεπή θολωτή με τρούλο και δάπεδο σταυροειδές. Χωρίζονταν σε νάρθηκα, κυρίως ναό και ιερό.
Είχε καμπαναριό με 137 σκαλιά. Τα χρήματα για το καμπαναριό και για τη βρύση τα
είχε δωρίσει ο Χατζή Δημήτρης Σάββογλου ή Σαββόγλου.
Οι εκκλησίες σφραγίστηκαν το 1914, με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, από τους Τούρ-
κους και άνοιξαν πάλι το 1918. Στο χρόνο αυτό ένας Παλλαδαρινός αγιογράφος, καλό-
γερος, που ονομάζονταν Ουζούνης20, έμπαινε από ένα παράθυρο και αγιογράφησε την
εκκλησία της Αγίας Τριάδας.__
Το Παλλαδάρι είχε δύο εξωκλήσια του Αη Γιώργη (σώζεται στο χωριό Gundogdu) και
του Άη Θύρσου (Παππού).
Ο άγιος Θύρσος έζησε και αγίασε στο Παλλαδάρι. Κατά την περίοδο των διωγμών είχε σταλεί από τη Ρώμη μαζί με άλλους Ρωμαίους στρατιώτες για να καταδιώξει χριστιανούς. Αυτός όμως προσηλυτίστηκε στη χριστιανική θρησκεία, λιποτάκτησε και δεν επέστρεψε. Υπήρχε η παράδοση ότι, όταν ο άγιος πήγε πρώτη φορά στο χωριό με κουρελιασμένα ρούχα, οι κάτοικοι του Παλλαδαρίου αρνήθηκαν να τον δεχτούν. Έχτισε ένα μικρό σπίτι έξω από το Παλλαδάρι, όπου και ασκήτεψε μέχρι το τέλος της ζωής του. Όταν όμως πέθανε, οι κάτοικοι είδαν στο σημείο εκείνο να εκπέμπεται φως και γι’ αυτό αποφάσισαν να χτίσουν εκεί (σε απόσταση 15 λεπτών από το χωριό) παρεκκλήσι στο οποίο υπήρχε και αγίασμα.
Οι σύγχρονοί του Παλλαδαρινοί αποκαλούσαν τον άγιο Θύρσο παππού, προσωνυμία που διατηρήθηκε και στις επόμενες γενιές. Παππού μάλιστα αποκαλούσαν και το αγίασμά του. Τον ονόμαζαν επίσης γιατρό, επειδή το νερό του αγιάσματος θεράπευε τους αρρώστους που έπασχαν από ελονοσία. Είναι ασαφές πότε γιόρταζε το παρεκκλήσι. Σύμφωνα με κάποιες διηγήσεις το Δεκέμβριο (οπότε και συμφωνεί με το Συναξαριστή), ενώ κατά άλλες στις 2 Σεπτεμβρίου, ημερομηνία όμως που η εκκλησία γιορτάζει τον άγιο Μάμαντα . Στο μεγάλο πανηγύρι, το οποίο γινόταν τότε, συγκέντρωνε κόσμο από τα γύρω χωριά της περιφέρειας της Προύσας. Στο πανηγύρι οι προσκυνητές έκαναν κουρμπάνια (θυσίες) σφάζοντας κοκόρια. Την ίδια μάλιστα πρακτική ακολουθούσαν και μουσουλμάνοι προσκυνητές, οι οποίοι πίστευαν στις θεραπευτικές ιδιότητες του αγίου. Επιπλέον, κάθε Σάββατο έφερναν από τα γύρω χωριά τα άρρωστα παιδιά, κυρίως αυτά που έπασχαν από ελονοσία, για να θεραπευτούν. Οι γονείς τους, τέλος, θυσίαζαν κάποιο πετεινό και έδεναν κάποιο κουρελάκι στα διπλανά δέντρα του αγιάσματος. Εικόνα του βρίσκεται σήμερα στον Ιερό Ναό Ευαγγελίστριας στην Ηγουμενίτσα, δωρεά Μικρασιατών Προσφύγων.
Ευστάθιος Κλεόβουλος Μητροπολίτης Καισαρείας
Βίος
O Κλεόβουλος, κατά κόσμο Ευστράτιος Ιωαννίδης ή Ι-
σιδώρου του Ιωάννη, γεννήθηκε το 1824 στο χωριό
Παλλαδάρι της Προύσας. Αφού διδάχθηκε τα πρώτα
γράμματα κοντά στον θείο του
ο οποίος ήταν ηγούμενος στη μονή Αβερκίου
των Ελιγμών πήγε στο σχολείο της Κίου. Από εκεί μετέβη στην Κων-
σταντινούπολη, όπου και εισήχθη στη Μεγάλη του Γέ-
νους Σχολή. Στην Κωνσταντινούπολη ο Κλεόβουλος κα-
τάφερε να αναδειχθεί στα ανώτερα κλιμάκια της ορθό-
δοξης ιεραρχίας χάρη στη βοήθεια και την υποστήριξη
του τότε οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου Στ', του μετέπειτα οικουμενικού πατριάρχη Γερμανού, καθώς και του μεγάλου ιεροκήρυκα της εκκλησίας Πανά.
Τελείωσε τις σπουδές του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή με την οικονομική βοήθεια
του πατριάρχη πλέον Γερμανού Δ' και αμέσως μετά μετέβη στο πανεπι-
στήμιο Αθηνών, όπου παρακολούθησε μαθήματα θεολογίας. Κατά το διάστημα των
σπουδών του ωφελήθηκε πολύ από τη στενή σχέση που ανέπτυξε με τον Κωνσταντίνο
Οικονόμο των εξ Οικονόμων, πρωτοστάτη του αγώνα για την άρση του προβλήματος
που επέφερε η ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικου-
μενικό Πατριαρχείο.
Αμέσως μετά επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, και ενώ ήταν μόλις 25 ε-
τών, διορίστηκε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Για δύο χρόνια δίδαξε
στη Θεολογική Σχολή ελληνική και λατινική φιλολογία. Το 1850 διορίστηκε οικοδιδά-
σκαλος στην οικία του Μεγάλου Λογοθέτη Νικόλαου Αριστάρχη, ύστερα από υπόδειξη
του Κ. Οικονόμου, ο οποίος διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με τον τελευταίο. Στην
οικία του Αριστάρχη δίδαξε μέχρι το 1853. Τη χρονιά αυτή χειροτονήθηκε διάκονος,
ονομάστηκε Ευστάθιος και απεστάλη από τη Μεγάλη Εκκλησία στην Τραπεζούντα ως
διευθυντής (σχολάρχης) των εκεί σχολείων. Το 1855 επέστρεψε στην Κωνσταντινού-
πολη, όπου παρέμεινε και πάλι επί τριετία (μέχρι το 1858) στη θέση του οικοδιδασκά-
λου στην οικία του Νικολάου Αριστάρχη.
Το 1858 μετέβη για την ολοκλήρωση των σπουδών του στην Ευρώπη. Για την ακρίβεια
σπούδασε στα πανεπιστήμια της Λειψίας, του Βερολίνου και του Παρισιού. Εκεί τελει-
οποίησε τις γνώσεις του στα ελληνικά, τα λατινικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά, κα-
θώς και στη φιλοσοφία, τη θεολογία, τη φιλολογία, την ιστορία, τα μαθηματικά, τη χη-
μεία και τη μουσική. Στο Παρίσι συνεργαζόταν με το γαλλικό θεολογικό περιοδικό
Unité Chrétienne, το οποίο εκδιδόταν από τον Γάλλο ορθόδοξο αβά Γκυεττέ (Guetté)
και τον Ρώσο Ιωσήφ Βασίλιεφ.
Όταν το 1864 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, διορίστηκε στη θέση του σχολάρχη
της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Το ίδιο έτος έγινε αρχιμανδρίτης. Στη θέση του
σχολάρχη παρέμεινε για τα επόμενα τρία έτη. Το 1867 έγινε Μέγας Πρωτοσύγκελος
του πατριάρχη Γρηγορίου Στ', ο οποίος είχε ανέλθει τότε για δεύτερη φορά στον πα-
τριαρχικό θρόνο, με στόχο κυρίως να επιλύσει το Βουλγαρικό ζήτημα, το
οποίο είχε τότε φθάσει σε φάση όξυνσης.
Δράση του Ευσταθίου ως μητροπολίτη Καισαρείας
O Κλεόβουλος εξελέγη και χειροτονή-
θηκε μητροπολίτης Καισαρείας στις 30 Σεπτεμβρίου 1871.
Κατά τη σύντομη θητεία του στη μητρόπολη Καισαρείας, ο Ευστάθιος προσπάθησε να
ενισχύσει το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων της Καππαδοκίας: αμέσως μετά την
άφιξή του στη μητρόπολη πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Καππαδοκικής Εκπαιδευτι-
κής Αδελφότητας, ενώ συνέβαλε παράλληλα στην ίδρυση νέων σχολείων αλλά και στην
οργάνωση των αναλυτικών προγραμμάτων στα ήδη υφιστάμενα. Ίδρυσε στο Ζιντίρ
Ντερέ τη Ροδοκανάκειο Ιερατική Σχολή. Επίσης ο ίδιος προσπάθησε να είναι συνεχώς
παρών με_με το κήρυγμά του στα διάφορα χωριά της μητρόπολής του, δεν κατάφερε όμως
να ολοκληρώσει το έργο του: στις 26 Ιανουαρίου 1875 πέθανε ξαφνικά βυθίζοντας
στο πένθος την επαρχία του. Στη θέση του μητροπολίτη Καισαρείας τον διαδέχθηκε ο
μητροπολίτης Μυτιλήνης Μεθόδιος.
Το παρθεναγωγείο είχε την επωνυμία Ιβανώφειο, από τον Κωνσταντίνο Ιβάνωφ, τον ομογενή πλούσιο ευεργέτη που συνεισέφερε οικονομικά για να ανοικοδομηθεί. Ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, όπως ήταν το πραγματικό όνομά του, γεννήθηκε στο Παλλαδάρι, έμεινε όμως γρήγορα ορφανός από πατέρα. Μικρός σε ηλικία υιοθετήθηκε από έναν πλούσιο έμπορο της Οδησσού. Εκεί απέκτησε μεγάλη περιουσία ασχολούμενος με εργολαβίες οικοδομών, ενώ άλλαξε το όνομά του σε Ιβάνωφ. Είχε μάλιστα χρηματίσει και δήμαρχος Οδησσού. Μια προτομή του κοσμούσε τη βιβλιοθήκη του παρθεναγωγείου, το οποίο μάλιστα είχε και τμήμα νηπιαγωγείου. Διέθετε επίσης μεγάλους χώρους υποδοχής, όπως και δωμάτια που προορίζονταν για τη φιλοξενία των δασκάλων. Ο Ιβάνωφ είχε επίσης αναλάβει την παροχή υποτροφιών σε πολλούς συμπατριώτες του, ενώ φρόντισε για τον εξωραϊσμό του χωριού του. Για παράδειγμα έχτισε ένα ηλιακό ρολόι μπροστά από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, για το οποίο ήταν ιδιαίτερα περήφανοι οι κάτοικοι του Παλλαδαρίου. Δίπλα στο ηλιακό ρολόι ανεγέρθηκε μετά το θάνατό του ένα κενοτάφιο.
Το ενδεχόμενο της στρατολόγησης στον τουρκικό στρατό έκανε πολλούς νέους του Παλλαδαρίου να πάρουν το δρόμο της ξενιτιάς για την Αμερική. Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε τα άσχημα μαντάτα για τη βύθιση του Τιτανικού δεν τους πτόησαν. Διέσχισαν με πλοίο τον Ατλαντικό για να φτάσουν στη Νήσο Έλις, όπου σήμερα βρίσκονται χαραγμένα τα ονόματά τους σε μαρμάρινη στήλη και από εκεί κατευθλυνθηκαν στη μακρινή Καλιφόρνια όπου ασχολήθηκαν επιτυχημένα κυρίως με την καλιέργεια και το εμπόριο μήλων. Τα γράμματα που λάμβαναν από τους δικούς τους μετά το 1920 δεν είχαν καλά νέα. Η κατάσταση ήταν άσχημη. Κάποιοι γύρισαν πίσω. Κι έφτασε ο Αύγουστος του 1922 Οι Παλλαδαρινοί έχουν ειδοποιηθεί, έ-
χουν μάθει τα συμβαίνοντα. Ζυγίζουν την κατάσταση, βάζουν τα δεδομένα κάτω και
αποφασίζουν να φύγουν από τα σπίτια τους, από τις εστίες τους, από τον τόπο που
έζησαν και δημιούργησαν. Με το φόβο ότι τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν, να
εγκαταλειφθούν από τον Ελληνικό στρατό και να τους χτυπήσουν οι Τούρκοι (οι Τσέ-
τες και οι Τάταροι όπως διαδίδεται) παίρνουν την απόφαση και ξεκινούν το μεγάλο
ταξίδι της φυγής προς την Ελλάδα το πρωί της Κυριακής 27 Αυγούστου 1922. Παίρνουν μαζί τους ό,τι μπορούν και πρώτ’απ’όλα το Ευαγγέλιο, το Άγιο Δισκοπότηρο και τα εξαιρετικής τέχνης βυζαντινά στέφανα με τα οποία παντρεύονταν. Κλειδώνουν τα σπίτια τους, κοιτάν για τελευταία φορά τα ζωντανά τους και σηκώνουν τα μάτια στον ουρανό ικετεύοντας την Παναγία να τους αξιώσει να ξαναγυρίσουν. Τα παιδιά δεν παίρνουν απάντηση στο επίμονο γιατί. Πώς να τους εξηγήσουν την ανθρώπινη θηριωδία;Εγκαταλείπουν το Παλλαδάρι και βαδίζουν προς την παραλία των
Μουδανιών μέσω των Ελιγμών. Η απόσταση που έχουν να διανύσουν, είναι δύσβατη
την εποχή εκείνη και έχει μήκος πάνω από 16 km. Ξεκινάνε το πρωί και φτάνουν με
την ψυχή στο στόμα μετά το μεσημέρι στα Μουδανιά. Την ημερομηνία αυτή έγραψε αρ-
γότερα, πάνω στα στέφανα-μήτρες της εκκλησίας, που φυλάσσονται στη Φούστανη
Πέλλας, ο Παπά-Νικόλαος Ιωαννίδης. Ώρες ανείπωτης ταλαιπωρίας και αγριότητας στα Μουδανιά. Οι Τσέτες σκοτώνουν τα παληκάρια και ατιμάζουν τις κοπέλες. Τα παιδιά κλαίνε από κούραση, πείνα και δίψα.Αργά το βράδυ της 29ης Αυγούστου δίνεται επιτέλους η διαταγή της επιβίβασης στα πλοία. Το πλιάτσικο και η θηριωδία των Τούρκων συνεχίζεται μέχρι αυτή την ύστατη στιγμή. Το καράβι ξεκινά. Οι Παλλαδαρινοί, όπως και χιλιάδες άλλοι Μικρασιάτες, δεν ξέρουν ούτε πού πηγαίνουν ούτε τί τους περιμένει εκαί που θα φτάσουν. Περίπου στις τρεις τα ξημερώματα κι ενώ το καραβι απομακρύνεται από τα Μουδανιά, μια λάμψη, μια δυνατή φωτιά φωτίζει τον σκοτεινό ουρανό. Το Παλλαδάρι καίγεται. Οι Τσέτες έβαλαν φωτιά και έκαψαν τα πάντα. Δεν έμεινε τίποτα από το πανέμορφο χωριό. Λίγα χρόνια αργότερα, δίπλα από τα αποκαίδια, οι Τούρκοι θα χτίσουν ένα καινούριο χωριό και εμπνευσμένοι από την ομορφιά του τοπίου θα του δώσουν την ονομασία Gundogdu, εκεί που ανατέλλει ο ήλιος.
Η άφιξη στη Ραιδεστό σημαίνει την αρχή μιας νέας Οδύσσειας προκειμένου να βρουν τρόπο διαφυγής για την Ελλάδα. Οι περισσότεροι περπατούν δέκα ώρες έναν κακοτράχαλο και άγνωστο δρόμο μέχρι το Μουρατλί και από εκεί, μέσα σε συνθήκες εξαθλίωσης και εξάντλησης παίρνουν το τρένο για την Αλεξανδρούπολη. Όσοι έμειναν πίσω πήραν το καράβι για τον Πειραιά. Το τρένο με τους εξαθλιωμένους Μικρασιάτες φτάνει στη Θεσσαλονίκη. Μένουν μερικά βράδια μέσα σε άθλιες συνθήκες σε αποθήκες μέχρι να δουν που θα πάνε. Ορισμένοι αποφασίζουν νζ παραμείνουν στη Θεσσαλονίκη, άλλοι πάνε στο Ηράκλειο κι άλλοι στη Γαστούνη. Σε όσους απομένουν τους υποδεικνύουν την περιοχή των Γιαννιτσών. Η ελονοσία ωστόσο θερίζει και οι συνθήκες είναι απαγορευτικές για τους ήδη εξασθενημένους πρόσφυγες. Τότε έρχεται η πρόταση από την αρμόδια επιτροπή να μεταβούν στη Φούστανη Πέλλας. Μία ομάδα μεταβαίνει εκεί για να γνωρίσει το χωριό. Είναι μακριά, πολύ μακριά από τη θάλασσα. Όσο ψηλά κι αν ανεβείς το μάτι δε θα συναντήσει κανέναν Κιανό κόλπο. Στα 16 χλμ δε βρίσκεται η αριστοκράτισσα Προύσσα, μα η φτωχή Αρδέα. Έχει όμως δέντρα και πολλά νερά και γη τόσο εύφορη που μπορούν να καλλιεργήσουν τα περίφημα αμπέλια τους. Το κυριότερο, έχει μουριές, το αγαπημένο δέντρο των Παλλαδαρινών όχι μόνο για τους γλυκούς καρπούς του, αλλά κυρίως για τη σηροτροφία, τη βασική πηγή εσόδων τους. Η απόφαση έχει παρθεί Επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη και με επικεφαλής τον Παπα Νικόλαο Ιωαννίδη και τον πρόεδρό τους Γεώργι Σφυρίδη, παίρνουν ακόμη ένα τρένο και φτάνουν στην Σκύδρα. Εκεί σκορπίζουν. Άλλοι πάνε στην Έδεσσα, άλλοι στα Κότσανα, άλλοι στη Βέροια και 160 οικογένειες με το ιστορικό Ντεκοβίλ φτάνουν στην Αρδέα.Από εκεί με τα πόδια, με αραμπάδες , με ζώα φτάνουν στη Φούστανη. Οι δρόμοι τους μπορεί να χώρισαν, οι καρδιές τους όμως ποτέ. Στα κατοπινά χρόνια αντάμωναν συχνά και με δάκρυα στα μάτια θυμούνταν το μαχαλά τους και το χωριό τους.
Μετά την αρχική τους εγκατάσταση ρίχνονται πυρετωδώς στη δουλειά, αυτό που ξέρουν καλά. Το Παλλαδάρι γίνεται μια γλυκόπικρη ανάμνηση. Όλες οι γιορτές και οι παραδόσεις τους μεταφέρονται πια στη νέα πατρίδα. Η Φούστανη ανθίζει, προοδεύει. Κάθε Δευτέρα γίνεται παζάρι, που συγκεντρώνει πλήθος κόσμου από τα γύρω χωριά. Όλοι, οι Φουστανιώτες, γηγενείς και πρόσφυγες ζουν μονιασμένοι. Η κοινή ζωή τους θα στιγματιστεί από τη λαίλαπα της Γερμανικής κατοχής, του Εμφυλίου, του παιδομαζώματος. Θα παλέψουν όλοι μαζί για ένα καλύτερο αύριο που έρχεται για το χωριό στα τέλη της δεκαετίας του 50 όταν πια είναι κεφαλοχώρι που διαθέτει Δημοτικό σχολείο, αστυνομικό σταθμό, ειρηνοδικείο, ταχυδρομικό γραφείο, αγροτικό ιατρείο και κτηνιατρείο και από το 1966 και Γυμνάσιο. Ο δήθεν σύγχρονος πολιτισμός και η αστυφιλία θα φέρουν σταδιακά στα επόμενα χρόνια την παρακμή στο χωριό. Οι κάτοικοι φεύγουν και οι υπηρεσίες φεύγουν και συγκεντρώνονται στην Αριδαία και τον τελευταίο χρόνο στην Έδεσσα. Υπάρχει ωστόσο ο Μορφωτικός Σύλλογος Φούστανης που διασώζει την πολιτιστική παράδοση του χωριού και διοργανώνει κάθε χρόνο με επιτυχία δεκαήμερο εκδηλώσεων τον Αύγουστο. Αυτά τα νέα παιδιά αξίζουν τα θερμά συγχαρητήρια και το χειροκρότημα όλων μας για τη ζωντάνια τους, το μεράκι τους και την υπευθυνότητα με την οποία διοργάνωσαν και τις φετινές εκδηλώσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Αριάδνη Μαντά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου